- πολύστοιχος
- -ον, Ααυτός που έχει πολλές σειρές («πάντες ἔχουσιν ὀξεῑς τοὺς ὀδόντας και πολυστοίχους ἔνιοι», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + στοῖχος (< στείχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυστοιχότεραι — πολύστοιχος in many rows fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστοίχοις — πολύστοιχος in many rows masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστοίχοισι — πολύστοιχος in many rows masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστοίχους — πολύστοιχος in many rows masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστοιχία — ἡ, Α [πολύστοιχος] το να έχει κάτι πολλές σειρές («λουτρῶν πολυστοιχία», Λιβάν.) … Dictionary of Greek
πολύστιχος — η, ο / πολύστιχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «πολύστιχο ποίημα» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.) 2. (κατ επέκτ.) διεξοδικός, σχοινοτενής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύστιχο βοτ.… … Dictionary of Greek